- βουλησιαρχία
- ηη βουλησιοκρατία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βουλησιαρχία — η η φιλοσοφική θεωρία που ισχυρίζεται ότι η βούληση είναι η υπέρτατη αρχή που κυβερνά τον κόσμο: Η βουλησιαρχία δεν έχει πολλούς οπαδούς, γιατί δεν είναι πολύ διαδεδομένη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τραγωδία — Είδος του δραματικού θεάτρου. Η διάκριση μεταξύ των διαφόρων δραματικών ειδών, και η ίδια η έννοια του δράματος, φαίνεται να ξεπεράστηκαν μετά την ανανέωση των αισθητικών ιδεών, που έφτασε στο ακραίο σημείο της στην εποχή του ρομαντισμού·… … Dictionary of Greek
βολονταρισμός — Η αντίληψη σύμφωνα με την οποία η βούληση κατέχει τα πρωτεία σε σχέση με άλλες ανθρώπινες λειτουργίες, όπως η νόηση (ταυτόσημοι είναι και οι όροι βουλησιαρχία και βουλησιοκρατία). Αφορά τους τομείς της μεταφυσικής, της ψυχολογίας και της ηθικής.… … Dictionary of Greek
βουλησιοκρατία — η η βουλησιαρχία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)